- ἁμαρτωλία
- ἁμαρτωλ-ία, ἡ, = foreg., Hp.Epid.2.1.8, Eup.199, Ar.Pax 415.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁμαρτωλία — ἁμαρτωλίᾱ , ἁμαρτωλία fem nom/voc/acc dual ἁμαρτωλίᾱ , ἁμαρτωλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτωλία — ἁμαρτωλία, η (Α) [ἁμαρτωλή] αμαρτία, αμάρτημα … Dictionary of Greek
ἁμαρτωλίας — ἁμαρτωλίᾱς , ἁμαρτωλία fem acc pl ἁμαρτωλίᾱς , ἁμαρτωλία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλίην — ἁμαρτωλία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτωλή — ἁμαρτωλή, η (Α) η αμαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω. ΠΑΡ. ἁμαρτωλός αρχ. ἁμαρτωλία] … Dictionary of Greek